Μειώσεις φορολογικών συντελεστών με «σεβασμό» στους δημοσιονομικούς στόχους της χώρας, διαφοροποίηση του αναπτυξιακού μοντέλου προκειμένου να δοθεί έμφαση στην ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και του αγροτικού τομέα, αλλαγή στη διαχείριση των αναπτυξιακών κονδυλίων ώστε να μην πέφτει όλο το βάρος στα μεγάλα έργα, αλλά και σταδιακή αύξηση του κατώτατου μισθού προκειμένου να τονωθεί η ζήτηση, θα είναι οι βασικές προβλέψεις του νέου αναπτυξιακού σχεδίου που έχει δεσμευτεί να παρουσιάσει η ελληνική κυβέρνηση στους δανειστές μέσα στον Απρίλιο. Τα χρονικά περιθώρια για την κυβέρνηση προκειμένου να ολοκληρώσει τη σύνταξη του σχεδίου έχουν στενέψει, καθώς το τελικό κείμενο θα πρέπει να είναι έτοιμο το αργότερο πριν από τη συνεδρίαση του EuroWorking Group της 11ης Απριλίου κατά την οποία θα γίνει και η προετοιμασία της ατζέντας του Eurogroup της 27ης Απριλίου στη Σόφια.
Με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα, το νέο αναπτυξιακό σχέδιο -το οποίο φέρει προς το παρόν την ονομασία ολιστικό αναπτυξιακό μοντέλο- θα στηρίζεται στις μακροοικονομικές προβλέψεις του μεσοπρόθεσμου σχεδίου που έχει ήδη ψηφίσει η Βουλή από τον Μάιο του 2017. Και αυτό διότι, όπως επισημαίνει και κορυφαίο κυβερνητικό στέλεχος μιλώντας στη «Ν», το νέο σχέδιο θα πρέπει να παρουσιαστεί στους εταίρους πριν καν ξεκινήσει η συζήτηση με τους δανειστές για το νέο μεσοπρόθεσμο, το οποίο θα καλύπτει την περίοδο 2019-2022. Σε δημοσιονομικό επίπεδο, οι προβλέψεις θα στηριχτούν στο ότι η Ελλάδα θα σεβαστεί απολύτως τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει, δηλαδή στο ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα διατηρηθεί στο επίπεδο του 3,5% τουλάχιστον μέχρι και το 2022.
Το αναπτυξιακό σχέδιο θα έχει περισσότερο πολιτική αξία παρά οικονομική. Το περιεχόμενό του δεν θα είναι δεσμευτικό ούτε θα ψηφιστεί από την ελληνική Βουλή, η οποία θα κληθεί να εγκρίνει -μετά την ολοκλήρωση των σχετικών διαπραγματεύσεων με τους δανειστές- μόνο το αναθεωρημένο μεσοπρόθεσμο για την περίοδο μέχρι το 2022. Ωστόσο, τόσο στην κυβέρνηση όσο και στις Βρυξέλλες αντιμετωπίζουν ως ιδιαίτερα σημαντική την παρουσίαση ενός ολοκληρωμένου αναπτυξιακού πλάνου, με τη λογική ότι αυτό θα στείλει συγκεκριμένα «μηνύματα» προς τέσσερις αποδέκτες: τους θεσμούς, τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, τις χρηματαγορές αλλά και την ελληνική κοινωνία.
Τα μηνύματα που θέλει να στείλει η κυβέρνηση είναι τα εξής:
1. Ότι η χώρα θα τηρήσει τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει όσον αφορά τόσο την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων όσο και την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων. Με αυτό τον τρόπο, το ζητούμενο είναι να πειστούν όλοι για την «ιδιοκτησία» του προγράμματος βάσει του οποίου θα κινηθεί η χώρα την επόμενη 4ετία. Ενδεικτικό των προθέσεων είναι ότι στο αναπτυξιακό πλάνο θα ενσωματωθούν όλες οι ιδιωτικοποιήσεις και οι αποκρατικοποιήσεις που έχουν συμφωνηθεί με τους δανειστές και οι οποίες δεν θα προλάβουν να ολοκληρωθούν μέχρι το τέλος του χρόνου. Ο κατάλογος των μεταρρυθμίσεων θα περιλαμβάνει επίσης την ολοκλήρωση του κτηματολογίου, του ηλεκτρονικού περιουσιολογίου (που αποτελεί δέσμευση ήδη από το 2012, η οποία όμως δεν έχει προχωρήσει), την περαιτέρω ενίσχυση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων κ.ά.
2. Ότι αυτήν τη φορά θα πρέπει να στηριχτεί η μεσαία τάξη, η οποία και σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος ειδικά κατά την τελευταία τριετία. Δημοσίως ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος έχει παραδεχτεί ότι η μεσαία τάξη επιβαρύνθηκε πρώτον επειδή έπρεπε να αντιμετωπιστεί κατά προτεραιότητα η ανθρωπιστική κρίση και δεύτερον διότι δεν είχαν αρχίσει ακόμη να αποδίδουν τα μέτρα πάταξης της φοροδιαφυγής. Για να γίνει πειστικό το επιχείρημα ότι θα στηριχτεί η μεσαία τάξη, το αναπτυξιακό σχέδιο θα προβλέπει μειώσεις φορολογικών συντελεστών, ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων αλλά και παρεμβάσεις αναδιοργάνωσης της δημόσιας διοίκησης, η οποία εκτιμάται ότι θα βοηθήσει τη μεσαία τάξη, καθώς θα περιορίσει το λεγόμενο «γραφειοκρατικό κόστος», το οποίο είναι άκρως υπολογίσιμο. Στα μέτρα στήριξης της μεσαίας τάξης, η κυβέρνηση εντάσσει και τις μεταρρυθμίσεις που θα περιλαμβάνουν το αναπτυξιακό πρόγραμμα στους τομείς της υγείας, της παιδείας κ.λπ. Το επιχείρημα είναι ότι οι εκπρόσωποι της μεσαίας τάξης δεν είναι μόνο φορολογούμενοι αλλά και γονείς ανήλικων παιδιών και άνθρωποι που αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας κ.ά.
3. Ότι η Ελλάδα δεν θα συνεχίσει στον ίδιο δρόμο που οδήγησε στη χρεοκοπία μετά το 2008. Ο υπουργός Οικονομικών θα βάλει στο κέντρο του αναπτυξιακού σχεδίου για την επόμενη περίοδο τη μικρομεσαία επιχείρηση και τον αγροτικό κόσμο θεωρώντας ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί το μοντέλο ενίσχυσης μόνο των μεγάλων επιχειρήσεων με τη λογική ότι αυτές θα δημιουργήσουν τις απαιτούμενες θέσεις εργασίας.
4. Ότι από το αναπτυξιακό πλάνο θα ενισχυθεί η ελληνική κοινωνία. Για να γίνει πειστικό το επιχείρημα, θα ενσωματωθεί στο σχέδιο η προοπτική αύξησης του κατώτατου μισθού (σταδιακά με βάση το πορτογαλικό μοντέλο), αλλά με γνώμονα να μη θιγεί η προσπάθεια απομείωσης της ανεργίας, κάτι που είναι και το βασικό ζητούμενο για τους θεσμούς.
Στόχος του οικονομικού επιτελείου που προετοιμάζει το σχέδιο είναι να δοθεί η εντύπωση ότι το πλάνο μπορεί να υλοποιηθεί. Θα αναγνωριστεί η ανάγκη για προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, ακόμη και αν αυτές αφορούν την υλοποίηση των αποκρατικοποιήσεων. Και σε αυτό το «μέτωπο» -ιδιαίτερα ευαίσθητο πολιτικά για τη σημερινή κυβέρνηση- θα επιδιωχθεί να σχηματιστεί η εικόνα ότι οι αποκρατικοποιήσεις θα γίνουν με τρόπο ώστε από αυτές να ευνοηθούν οι επιχειρήσεις και οι προμηθευτές που συνδέονται με την υπό πώληση κρατική επιχείρηση. Το δεύτερο κρίσιμο ζήτημα στο οποίο θα επιδιωχθεί να δοθούν μηνύματα ρεαλισμού έχει να κάνει με τη χρηματοδότηση. Στο αναπτυξιακό πρόγραμμα, θα αναγνωρίζεται ότι και τα επόμενα χρόνια, λόγω της έκτασης του φαινομένου των «κόκκινων» δανείων, οι ελληνικές τράπεζες δεν θα μπορέσουν να διοχετεύσουν τις απαιτούμενες (τουλάχιστον για τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας σε επενδύσεις) ενέσεις ρευστότητας. Έτσι, έμφαση θα δοθεί στην αξιοποίηση των κεφαλαίων του ΕΣΠΑ και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, ενώ ολόκληρο κεφάλαιο αναμένεται να αφιερωθεί στη λεγόμενη «αναπτυξιακή τράπεζα» η οποία θα επανέλθει στο προσκήνιο. Στο ΕΣΠΑ, αναμένεται να συνεχιστεί η «στροφή» προς τη χρηματοδότηση πολλών και μικρομεσαίων έργων παρά η επιμονή στην ολοκλήρωση αποκλειστικά των μεγάλων έργων.
Πηγή Πληροφοριών: Ναυτεμπορική